- προσμερίζω
- Αδίνω σε κάποιον κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + μερίζω «διανέμω, διαμοιράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσμερισθέντα — προσμερίζω apportion to aor part pass neut nom/voc/acc pl προσμερίζω apportion to aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμερισθῆναι — προσμερίζω apportion to aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμερισθέντων — προσμερίζω apportion to aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμερισθήσεται — προσμερίζω apportion to fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμερίζεται — προσμερίζω apportion to pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμερίζοντες — προσμερίζω apportion to pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμερίζωμεν — προσμερίζω apportion to pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμερίζων — προσμερίζω apportion to pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)